- λειτουργούμαι
- λειτουργούμαι, λειτουργήθηκα, λειτουργημένος βλ. πίν. 74
και πρβλ. λειτουργιέμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λειτουργώ — και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ) 1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.) 2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία 3 … Dictionary of Greek
λειτουργιέμαι — λειτουργιέμαι, λειτουργήθηκα, λειτουργημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. λειτουργούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λειτουργώ — λειτούργησα, λειτουργήθηκα, λειτουργημένος 1. εκτελώ το έργο για το οποίο είμαι προορισμένος, δουλεύω: Το μηχάνημα δε λειτουργεί. 2. ιερουργώ στο ναό: Στην εκκλησία του χωριού λειτουργούσε ένας ηλικιωμένος ιερέας. 3. το μέσ., λειτουργιέμαι και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)